- ἐπαγγελτής
- ἐπαγγ-ελτής,A promissor, sponsor, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαγγελτής — ἐπαγγελτής, ο (Α) 1. αυτός που υπόσχεται, επαγγέλλεται 2. αυτός που υπόσχεται μαζί με άλλον, ο εγγυητής … Dictionary of Greek